- φασηλος
- φάσηλος(ᾰ) ὅ фасоль (Phaseolus vulgaris L.) Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φάσηλος — phaselos masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσηλος — ὁ, Α η φασολιά και ο καρπός της («κυάμους καὶ φασήλους χλωρούς», Αθήν.) 2. παλαιό μεταγωγικό πλοίο που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Αίγυπτο και που στον αρχικό του τύπο ήταν μικρό και κατασκευασμένο από καλάμι και πάπυρο, ενώ αργότερα αυξήθηκε… … Dictionary of Greek
φασήλοις — φάσηλος phaselos masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασήλου — φάσηλος phaselos masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασήλους — φάσηλος phaselos masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασήλων — φάσηλος phaselos masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασήλῳ — φάσηλος phaselos masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσηλοι — φάσηλος phaselos masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσηλον — φάσηλος phaselos masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασήλιον — τὸ, Α [φάσηλος] 1. υποκορ. τ. τού φάσηλος·2. το φυτό ἰσόπυρον* … Dictionary of Greek
фасоль — ж., укр. квасоля, фасоля. Через польск. fаsоlа, диал. fаsоl из ср. в. н. fasôl – то же от лат. рhаsеоlus из греч. φάσηλος. Меньше оснований говорить о происхождении из ср. греч. φασόλι(ον); см. Мi. ЕW 8; Бернекер I,280; невероятно Фасмер (Гр. сл … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера